ἐνυπαρχούσας

ἐνυπαρχούσας
ἐνυπαρχούσᾱς , ἐν-ὑπάρχω
begin
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
ἐνυπαρχούσᾱς , ἐν-ὑπάρχω
begin
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”